3 σπουδαίοι Έλληνες του εξωτερικού
Written by Nova FM on January 25, 2022
Τρεις σημαντικοί Έλληνες που κάνουν υπερήφανη την χώρα σε Ευρώπη και Αμερική μιλούν για την ζωή και το έργο τους εκεί. Ο κορυφαίος φυσικός Δημήτρης Νανόπουλος, ο παγκοσμίως αναγνωρισμένος εικαστικός Stephen Antonakos και ο σημαντικότατος συνθέτης και καθηγητής Πανεπιστημίου Χρήστος Χατζής μιλούν για τους λόγους που αποφάσισαν να ζήσουν «έξω», για τις εντυπώσεις τους από τον τρόπο που ζουν και δουλεύουν Ευρωπαίοι και Αμερικάνοι, καθώς και για τα καλά και κακά της χώρας μας που άλλοτε την πάνε μπροστά και άλλοτε πίσω, ενώ απαντούν στο αν ποτέ θα επέστρεφαν ή όχι μόνιμα στην Ελλάδα.
Δημήτρης Νανόπουλος Ακαδημαϊκός, Διακεκριμένος Καθηγητής Φυσικής Texas A&M University
Ο Δημήτρης Νανόπουλος γεννήθηκε στην Αθήνα στις 13 Σεπτεμβρίου 1948. Σπούδασε Φυσική στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και συνέχισε τις σπουδές του στο Πανεπιστήμιο Sussex της Αγγλίας, όπου απέκτησε το διδακτορικό του, το 1973, στη Θεωρητική Φυσική των Υψηλών Ενεργειών. Από εκεί βρέθηκε στο Κέντρο Πυρηνικών Ερευνών Ευρώπης (CERN), στην Ecole Normale Superieure στο Παρίσι, και στο Πανεπιστήμιο Χάρβαρντ, στο Cambridge των H.Π.A.
Από το 1989, οπότε εξελέγη καθηγητής στο τμήμα Φυσικής του Πανεπιστημίου Texas A&M, College Station, έως σήμερα, που κατέχει πλέον την έδρα Mitchell/Heep της Φυσικής Υψηλών Ενεργειών, ζει και εργάζεται στο Τέξας. Είναι, μάλιστα, διευθυντής του Κέντρου Αστροσωματιδιακής Φυσικής του Κέντρου Προχωρημένων Ερευνών (HARC), το οποίο βρίσκεται στο Χιούστον του Τέξας, και από εκεί διευθύνει ερευνητικό τμήμα του World Laboratory, που εδρεύει στη Λωζάνη.
Το σπουδαίο ερευνητικό του έργο στην σωματιδιακή φυσική, οι αμέτρητες δημοσιεύσεις του και οι ουκ ολίγες τιμητικές διακρίσεις που του έχουν απονεμηθεί τον κατατάσσουν ανάμεσα στους κορυφαίους φυσικούς παγκοσμίως.
Γιατί να μην έχουν οι Έλληνες φοιτητές την τύχη να διδάσκονται από έναν τόσο σημαντικό επιστήμονα; Ο ίδιος απαντά σε αυτό και σε ακόμα περισσότερα:
Γιατί το ελληνικό πανεπιστήμιο δυσκολεύεται να κρατήσει τα “καλά μυαλά” της χώρας μας;
Γιατί τα ελληνικά πανεπιστήμια απαρτίζονται στην πλειοψηφία τους από ανθρώπους, που είτε δεν βγήκαν ποτέ στο εξωτερικό ή βγήκαν και γύρισαν γιατί δεν μπόρεσαν να μείνουν εκεί. Το μόνο που κατάφεραν είναι να δημιουργήσουν συντεχνίες, κάτι που τους στέρησε την αληθινή πρόοδο. Βεβαίως υπάρχουν και εξαιρέσεις, αλλά είναι απλώς εξαιρέσεις. Έχω πραγματικά μάλλον κακή γνώμη για τα ελληνικά πανεπιστήμια, και ενισχύεται η γνώμη μου από τις διεθνείς κατατάξεις. Είναι κρίμα που η Ελλάδα παραμένει μόνο «φυτώριο» μυαλών τα οποία εξάγουμε -ιδίως τώρα, μετά την «Παπανδρεϊκή Καταστροφή» (2009-2011)- και που βέβαια δεν πρόκειται ποτέ να γυρίσουν πίσω προς μεγάλη χαρά των ντόπιων παραγόντων.
Τι είναι αυτό που δε μπορεί να προσφέρει η Ελλάδα στους νέους; Είναι “κακά” τελικά τα ελληνικά πανεπιστήμια;
Η απάντηση είναι απλή αν λάβουμε υπόψη μας αυτά που ανέφερα πιο πάνω. Οι νέοι χρειάζονται εμψύχωση, χρειάζονται κίνητρα για να μάθουν να ονειρεύονται, να ενθουσιάζονται, να «πετάει» το μυαλό τους, ώστε εν τέλει να απογειωθούν. Αλλά από ποιους; Από τους «κολλημένους», στους οποίους αναφέρθηκα πιο πάνω;
Τι «μαθήματα» μπορούμε να πάρουμε στην Ελλάδα από τον τρόπο που δουλεύουν οι ξένοι σε ερευνητικό και ακαδημαϊκό επίπεδο; Υπάρχει σοβαρό ερευνητικό έργο στην Ελλάδα;
Τα ελληνικά πανεπιστήμια έχουν μεγάλο πρόβλημα, για να μην πω ότι είναι «χαμένα από χέρι». Θα τολμούσα να πω να τα κλείσουν ένα διάστημα και να αρχίσουν από την αρχή. Για ποια έρευνα μιλάτε και ποιο ακαδημαϊκό επίπεδο; Η μη έγκαιρη αντικατάσταση του νόμου 1268/1982 έφερε αυτή την καταστροφική κατάσταση: καθηγητηλίκι = δημοσιοϋπαλληλίκι, δηλαδή προαγωγές κάθε τρία χρόνια ή κάτι τέτοιο, ΑΡΚΕΙ ΝΑ ΕΙΣΑΙ ΚΑΛΟ ΠΑΙΔΙ… χωρίς να υπάρχει περιεχόμενο. Ήμαρτον πια, ήμαρτον! Έλεος…
Σκοπεύετε να επιστρέψετε ποτέ μόνιμα στην Ελλάδα;
Ίσως.
Stephen Antonakos Εικαστικός
Ο Stephen Antonakos γεννήθηκε στον Άγιο Νικόλα, στο Γύθειο Λακωνίας, το 1926. Σε ηλικία 4 ετών μετανάστευσε με την οικογένειά του στις Η.Π.Α. και όλοι μαζί εγκαταστάθηκαν στη Νέα Υόρκη. Ο ίδιος ασχολήθηκε από νωρίς με τη ζωγραφική, ενώ στα τέλη της δεκαετίας του 1950 «ανακάλυψε» την χρήση του νέον, το οποίο αποτέλεσε βασικό στοιχείο της εικαστικής του ταυτότητας. Ωστόσο, ο Antonakos έχει δημιουργήσει έργα και σε χαρτί, εξίσου σημαντικά με τα γλυπτά του από νέον, πάντως με κεντρικό άξονα τον προβληματισμό του σχετικά με τον χώρο και το φως.
Εδώ και μισό αιώνα ο Stephen Antonakos έχει πραγματοποιήσει εκατοντάδες ομαδικές και ατομικές εκθέσεις τόσο στις Η.Π.Α. όσο και στην Ευρώπη, αλλά και την Ελλάδα. Μάλιστα, από τα τέλη της δεκαετίας του ’70 πάνω από 45 μεγάλης κλίμακας δημόσια έργα του εγκαταστάθηκαν μόνιμα στις Η.Π.Α., την Ευρώπη και την Ιαπωνία. Ενδεικτικό είναι το έργο του που συναντάμε στον Σταθμό Μετρό Αμπελοκήπων (Αθήνα 2000).
Παραμένει, μάλιστα, ακμαίος και ενεργός. Αυτόν τον καιρό ο Stephen Antonakos ετοιμάζεται για την συμμετοχή του στο The Armory Show – Contemporary, στη Νέα Υόρκη, από τις 8 έως τις 11 Μαρτίου και στην έκθεση Art Dubai από τις 21 έως τις 24 Μαρτίου. Στην Ελλάδα εκπροσωπείται από τις Kalfayan Galleries (Αθήνα-Θεσσαλονίκη).
Πόσο εύκολο είναι για έναν Έλληνα να αναγνωριστεί ως καλλιτέχνης στη Νέα Υόρκη;
Η ζωή ενός καλλιτέχνη δεν είναι ούτε δύσκολη ούτε εύκολη. Είναι είτε απαραίτητη είτε όχι. Αν είναι απαραίτητη τότε είναι εξ’ορισμού ο σωστός δρόμος. Στην τέχνη «επιτυχία» σημαίνει να έχεις βρει τον δρόμο σου και να έχεις την ευκαιρία να δουλέψεις. Η τοποθεσία σου δεν κάνει τα πράγματα ούτε πιο εύκολα ούτε πιο δύσκολα, αν και, φυσικά, σε επηρεάζει πολιτισμικά.
Θα λέγατε πως οι Αμερικανοί εκτιμούν την τέχνη περισσότερο από τους Έλληνες;
Όχι.
Έχετε δουλέψει σε πολλές χώρες, καθώς και στην Ελλάδα. Τι «μαθήματα» έχετε πάρει από τους «ξένους» ως προς τον επαγγελματισμό τους; Τι κάνουμε λάθος στην Ελλάδα και καταλήγουμε να μένουμε πίσω στα πολιτιστικά πράγματα;
Δεν πιστεύω ότι η Ελλάδα είναι «πίσω» σε πολιτιστικά θέματα, όπως το θέτετε. Το μουσεία και οι γκαλερί, τα πολλά αξιόλογα και γενναία άτομα που εργάζονται στην τέχνη και που ανταποκρίνονται σε αυτήν έχουν δώσει σημαντικό νόημα στις εμπειρίες μου στην Ελλάδα.
Η εμπειρία μου με την έκθεση «The Search», το 2011 στο παλιό Ελαιουργείο της Ελευσίνας (δείτε στα Σχετικά Άρθρα), και η ανταπόκριση του κόσμου σε αυτήν ήταν εντυπωσιακά ευχάριστη. Με χαροποίησε βαθιά η δυνατότητα να δουλέψω με αυτό το έκτακτο τοπίο, τόσο ως προς το πλαίσιο της εκδήλωσης (Αισχύλεια 2011) όσο και προς τον επαγγελματισμό όλων για το τελικό αποτέλεσμα. Ακόμα το σκέφτομαι και εντυπωσιάζομαι. Μακάρι να είχα μείνει περισσότερο καιρό στην Ελλάδα για να ξαναέβλεπα και να κινούμουν πολλές ακόμα φορές στο τοπίο αυτό.
Ακόμα και στη Νέα Υόρκη, η ανταπόκριση ανθρώπων που είδαν εικόνες από την έκθεση στην Ελευσίνα στην ιστοσελίδα μου ήταν εξαιρετική –έστω κι αν περιηγήθηκαν σε αυτήν μόνο μέσα από μια οθόνη. Ωστόσο ήταν η απόκριση των Ελλήνων που με συγκίνησε. Δεν έχω λόγια για να ευχαριστήσω τους διοργανωτές, τους τεχνίτες, τον φωτογράφο και όλους τους υπέροχους ανθρώπους που συμμετείχαν σε αυτήν.
Από τότε που ξεκίνησα να εκθέτω σοβαρά στην Ελλάδα, στα τέλη της δεκαετίας του 1970, έχω την τύχη να συνεργάζομαι με εξαιρετικούς ανθρώπους, προερχόμενους είτε από οργανισμούς είτε όχι. Ο τεχνίτης μου είναι ο απόλυτος επαγγελματίας, ενώ έχω συνεργαστεί με εξαιρετικούς συλλέκτες και φανταστικές γκαλερί, εφόρους μουσείων και συγγραφείς όλα αυτά τα χρόνια. Η αναδρομική μου έκθεση στο Μουσείο Μπενάκη, επί της οδού Πειραιώς (2007-2008) ήταν μία άριστη εμπειρία, μία κορυφαία έκθεση –όπως ήταν, άλλωστε, και τα projects μου στην Εθνική Τράπεζα της Ελλάδας, στο Αττικό Μετρό, στην Ελληνο-Αμερικανική Ένωση, κ.α.
Υπάρχουν, λοιπόν, πολλοί εξαιρετικοί άνθρωποι της μοντέρνας τέχνης στην Ελλάδα. Αυτό που χρειαζόμαστε είναι να αποκτήσουμε επιτέλους Εθνικό Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης στην Αθήνα, στο πρώην εργοστάσιο Fix. Όταν ολοκληρωθεί και αυτό το έργο, σε συνδυασμό με τα μουσεία Μπενάκη, το Κυκλαδικό, το Νέο Μουσείο της Ακρόπολης, τη νέα Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών του Ιδρύματος Ωνάση και τους υπόλοιπους αξιόλογους χώρους που θα εγκαινιαστούν τα επόμενα χρόνια από άλλους οργανισμούς, τότε η Αθήνα θα γίνει πλήρως η κορυφαία πολιτιστική πρωτεύουσα που της αξίζει να είναι. Όλα αυτά έχουν τεράστια σημασία για όλους μας.
Η δική μου μεγάλη ελπίδα αυτή τη στιγμή είναι να χτίσω έναν Χώρο Διαλογισμού στην Αθήνα. Δουλεύω σε τέτοια μικρά κτίρια από τα τέλη της δεκαετίας του ’80. Το έργο μου «Chapel of the Heavenly Ladder» (Το Παρεκκλήσι της Ουράνιας Κλίμακας) ανήκει στους Έλληνες και είναι τοποθετημένο στη Μονή Λαζαριστών, στη Θεσσαλονική. Αυτό με χαροποιεί πολύ. Ο νέος Χώρος Διαλογισμού που έχουν στο μυαλό μου δεν θα είναι μεγάλος. Θα βρίσκεται σε μία όμορφη τοποθεσία, με μία μικρή πλατεία και δέντρα, και θα προσφέρει ανάπαυση από την πολύβουη καθημερινότητα σε όποιον εισέρχεται. Θα είναι ένα γλυπτό μέσα στο οποίο θα μπορεί κανείς να μπει. Πιστεύω πως, μόνο κοιτάζοντάς το σαν έναν φάρο, θα εισπράττει κάποιος μία γαλήνια, θετική και ωφέλιμη εμπειρία.
Θα βιώνατε την ίδια επιτυχία αν είχατε επιλέξει να ζήσετε και να δουλέψετε ως εικαστικός στην Ελλάδα;
Ήξερα πως θα γινόμουν καλλιτέχνης, σε όποιο μέρος του κόσμου κι αν ζούσα και πιστεύω πως θα είχα επιτύχει στο να βρω και να αναπτύξω τις ικανότητές μου. Προφανώς η πολιτιστική ανάπτυξη είναι διαφορετική σε διαφορετικά μέρη, παρόλο που τώρα η κατάσταση είναι πολύ πιο καθολική.
Σκοπεύετε να επιστρέψετε ποτέ μόνιμα στην Ελλάδα;
Όχι. Ζω στη Νέα Υόρκη από το 1930. Το studio μου είναι εδώ. Δε μπορώ να εκφράσω πόσο εκτιμώ τη Νέα Υόρκη, καθώς εδώ έζησα, εδώ δούλεψα και έγινα ο καλλιτέχνης που είμαι. Από την άλλη υπάρχουν μέσα μου ορισμένα φυσικά στοιχεία, τα οποία είναι δύσκολο να ορίσω, που -το αντιλαμβάνομαι και εγώ καθώς και άλλοι που με γνωρίζουν- μπορούν να με χαρακτηρίσουν Έλληνα. Τονίζω ότι πρόκειται για φυσικά, αναπόφευκτα και όχι εκ προθέσεως στοιχεία.
Χρήστος Χατζής, Συνθέτης – Καθηγητής Μουσικής στο Πανεπιστήμιο του Τορόντο
Ο Χρήστος Χατζής γεννήθηκε στον Βόλο το 1953, όπου και ξεκίνησε τις μουσικές του σπουδές. Σε πανεπιστημιακό επίπεδο συνέχισε στο Eastman School of Music και αργότερα στο State University of New York, από όπου έλαβε διδακτορικό στη σύνθεση, το 1982. Την ίδια χρονιά μετοίκισε στον Καναδά και από τότε ζει στο Τορόντο όπου με τα χρόνια ανέπτυξε έντονη συνθετική δραστηριότητα. Το 1995 διακρίθηκε ως Associate Professor στο Μουσικό Τμήμα του Πανεπιστημίου του Τορόντο, όπου διδάσκει σύνθεση και ηλεκτροακουστική μουσική, ενώ παράλληλα διεξάγει μουσικολογικές έρευνες στον αρκτικό Καναδά για τη μουσική των Εσκιμώων Ινουίτ.
Πρόκειται για έναν από τους σημαντικότερους συνθέτες της γενιάς του για τον Καναδά και την Ελλάδα, με έργα του που πρόσφατα βραβεύτηκαν, όπως τα Footprints in New Snow και Nunavut, ενώ η μουσική του έχει εκπροσωπήσει τον Καναδά και την Ελλάδα σε σημαντικά διεθνή μουσικά γεγονότα. Ας τον γνωρίσουμε καλύτερα:
Πόσο εύκολο είναι για έναν Έλληνα συνθέτη να διακριθεί στο εξωτερικό;
Αρχικά το “εξωτερικό” δεν θα πρέπει να εννοηθεί σαν ένας ενιαίος χώρος. Είναι κατά μέγα βαθμό και από κάθε άποψη διαφοροποιημένος. Ο κάθε Έλληνας της διασποράς τον βιώνει διαφορετικά και βιώνει συνήθως ένα μικρό κομμάτι της ανθρώπινης εμπειρίας που ονομάζουμε “εξωτερικό”. Στον χώρο του πολιτισμού η διάκριση είναι ίσως πιο δύσκολη απ’ ότι σε άλλους χώρους ενασχόλησης, όπως π.χ. οι επιστημονικοί ή επιχειρηματικοί τομείς, γιατί ο κάθε λαός ή κοινωνικό σύνολο -όπως και αν το ορίσει κανείς- θεωρεί τον επί μέρους πολιτισμό του σαν μια μορφή “ιδιοκτησίας” και σαν αποτέλεσμα δεν αφήνει εύκολα κάποιον από τους “έξω” να τον αντιπροσωπεύσει στη διεθνή κοινότητα.
Ο Καναδάς αποτελεί εξαίρεση αυτού του κανόνα. Το 1992, μόλις δέκα χρόνια μετά την μετανάστευσή μου και ενώ ήμουν ακόμη σχετικά άγνωστος στο ευρύτερο κοινό της κλασσικής μουσικής, η καναδική ραδιοφωνία (CBC) μου ανέθεσε να δημιουργήσω το ραδιοντοκιμαντέρ/σύνθεση «The Idea of Canada» σαν απάντηση στον διάσημο πιανίστα και ντοκυμενταρίστα Glenn Gould, μια από τις πιο σημαντικές μορφές της καναδικής μουσικής που πριν πολλά χρόνια είχε προσφέρει την δική του άποψη για την πολιτιστική ταυτότητα της χώρας με το ντοκιμαντέρ του «The Idea of North» (η Ιδέα του Βορά). Από εκείνη τη στιγμή και μετά η θεώρηση της δουλειάς μου σαν σημαντικός συντελεστής στην οριοθέτηση της καναδικής πολιτιστικής ταυτότητας πολεμήθηκε από μερικούς αλλά γενικά δεν αμφισβητήθηκε. Δεν ξαναδούλεψα σε μπουάτ μετά το 1992 και τρία χρόνια αργότερα διορίστηκα καθηγητής σύνθεσης στο πανεπιστήμιου του Τορόντο. Από τότε η μουσική μου άρχισε να αποκτά διεθνή ακτίνα δράσης και να γίνεται πιο γνωστή και στην Ελλάδα.
Πόσο εύκολη ήταν αυτή η πορεία;
Είναι δύσκολο να απαντηθεί αυτή η ερώτηση με απόλυτο τρόπο. Υπήρχαν στιγμές που σκέφτηκα να τα παρατήσω όλα και να ασχοληθώ με κάτι που μου επέτρεπε να επιβιώσω. Η πίεση από τους γύρω μου ήταν πολλές φορές μεγάλη να ασχοληθώ με κάτι “σοβαρό”. Άντεξα όμως και συνέχισα, ίσως γιατί δεν μπορούσα να φανταστώ τον εαυτό μου να τα καταφέρνει καλύτερα σε κάποιον άλλο χώρο. Πίστευα σ’ αυτό που έκανα και πίστευα παρ’ όλες τις αντιξοότητες πως κάποια μέρα θα δικαιωνόμουν. Πόσο εύκολο είναι τώρα; Πολύ και καθόλου. Η μουσική μου παίζεται, ηχογραφείται και διακινείται πλέον διεθνώς.
Ιδεολογικά και πνευματικά η δουλειά και η σκέψη μου στέκονται αντίθετα προς τα κυρίαρχα ρεύματα της σύγχρονης λόγιας μουσικής (που σε μεγάλο βαθμό ούτε “σύγχρονη” ούτε “λόγια” την θεωρώ) και αυτό κάνει την δουλειά μου να βρίσκεται σχεδόν συνεχώς σε μια μάχιμη αντιπαράθεση με τα διάφορα κυκλώματα και τις κλίκες που δυστυχώς καπηλεύονται την σύγχρονη δημιουργία ειδικά σε χώρες όπως η Ελλάδα. Μια τέτοια κατάσταση συνεχούς έντασης τελικά δεν βοηθά κανένα. Έχω πλέον μάθει να αποφεύγω τις κακοτοπιές και δρω για να προσφέρω εκεί που υπάρχει πρόσφορο έδαφος για το έργο μου. Δεν έχω παράπονο από την ανταπόκριση.
Γιατί επιλέξατε να παραμείνετε μετά τις σπουδές σας στον Καναδά και δεν επιστρέψατε στην Ελλάδα;
Η εμπειρία μου από την Ελλάδα, ειδικά τα τελευταία χρόνια επί χούντας, όταν ήμουν μαθητής γυμνασίου και λυκείου, ήταν μέσα σε ένα γενικό κλίμα πολιτιστικού κυνισμού που βρήκε εκτόνωση μετά τη χούντα σε μια ακράδαντη καταναλωτικότητα, και ένα διαφορετικό είδος κυνισμού που απομάκρυνε τις κοινωνικές μάζες από την τέχνη. Έφυγα για σπουδές στη Βόρειο Αμερική γιατί η Ευρώπη, μετά τον 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο βρέθηκε σε μια καλλιτεχνική παράλυση που οφείλετο ως επί το πλείστον σε μια αντίδραση προς τις κλασσικές μουσικές της ρίζες, οι οποίες ταυτίστηκαν με την καλλιτεχνική “σημαία” του ναζισμού (ο Adolf Hitler ταύτισε τον αρειανισμό με την μουσική των Beethoven και Wagner.)
Αδέσμευτη από αυτές τις πολιτιστικές αντιφάσεις με την παράδοσή της, η Αμερική αυτοπροσδιοριζόταν πολιτιστικά πιο ελεύθερα και κοιτάζοντας μπροστά, όχι πίσω. Μετά από μια επταετία “Ελλάδας Ελλήνων Χριστιανών” και τον αντιχριστιανικό και ανθελληνικό κυνισμό που αναπόφευκτα δημιουργούν τέτοιου είδους σλόγκαν, η σκέψη μου έψαχνε ήδη για διαφορετικά στίγματα που τα βρήκα εν μέρει στη σύγχρονη αμερικανική δημιουργία, ειδικά με τον μαιτρ του αφηρημένου εξπρεσιονισμού Morton Feldman, που υπήρξε και ο σημαντικότερός μου δάσκαλος.
Παρ’ όλο που τα πολιτιστικά στίγματα της Αμερικής μου στάθηκαν πολύτιμα, πολιτικά οι ιδέες μου βρήκαν τον Καναδά πιο σύμφωνο. Επίσης βρήκα το πολιτιστικό έδαφος του Καναδά πιο παρθένο: ένας χώρος όπου μπορούσα να συνεισφέρω τα δικά μου μουσικά στίγματα στο μωσαϊκό που λέγεται καναδική κουλτούρα, πράγμα που κατάφερα σε κάποιο βαθμό τελικά. Κατά τη διάρκεια της διαμονής μου στον Καναδά, τα μουσικά πράγματα στην Ελλάδα άλλαξαν επίσης. Μετά την κατάρρευση του “παραπετάσματος” πολλοί εξαιρετικοί μουσικοί μετανάστευσαν στην Ελλάδα από τις ανατολικές χώρες και βοήθησαν να δημιουργηθούν μουσικές εστίες στις μεγάλες πόλεις αλλά και στην επαρχία. Οι συμφωνικές ορχήστρες και μικρότερα σύνολα, όπως η Καμεράτα, πολλαπλασιάστηκαν.
Πάντως ένας από τους λόγους που με κρατάνε από το να επιστρέψω στον τόπο που γεννήθηκα δεν είναι η ύπαρξη των κυκλωμάτων όσο το γεγονός ότι οι επίσημες αισθητικές θέσεις τους αποτελούν μια “ηχώ” ιδεών που ήταν πρωτοποριακές πριν δεκαετίες και τώρα διέπονται από μια αισθητική “αρτηριοσκλήρωση” που δεν συμφωνεί με τον τρόπο που αντιλαμβάνομαι εγώ τον κόσμο και τον πολιτισμό. Εξ’ άλλου, έχω πλέον ζήσει το περισσότερο τμήμα της ζωής μου στον Καναδά και η ύπαρξή μου έχει πλέον συνυφανθεί με τον εδώ πολιτισμό. Τώρα, άλλωστε, δεν είναι πλέον σημαντικό που ζει κανείς. Με τα σύγχρονα μέσα επικοινωνίας μπορεί κανείς να προσφέρει οπουδήποτε από οπουδήποτε.
Τι σας έχει διδάξει η επαγγελματική ζωή στον Καναδά; Τι γίνεται «λάθος» στα μουσικά πράγματα στην Ελλάδα;
Νομίζω πως ήδη έχω θίξει αυτές τις ερωτήσεις. Το να μπορείς να ζεις και να δημιουργείς με ειλικρίνεια δεν είναι εύκολο πουθενά, ακόμη και σε μια χώρα όπως ο Καναδάς. Γίνεσαι εύκολος στόχος. Στην δική μου περίπτωση κατάφερα να υπερβώ τις αντιδράσεις. Κάτω από διαφορετικές συνθήκες θα μπορούσα να είχα υποκύψει επαγγελματικά αλλά δεν νομίζω πως θα είχα ποτέ συμβιβαστεί. Πιστεύω πως σαν άνθρωποι και σαν δημιουργοί πρέπει πάντα να βάζουμε την πνευματική μας επιβίωση πάνω από την σωματική ή επαγγελματική επιβίωση. Αυτό προσπαθώ να περάσω σαν μήνυμα και στους μαθητές μου στο Πανεπιστήμιο. Δεν είναι εύκολη διδαχή ή πρακτική. Αλλά είναι απαραίτητη αν θέλουμε να παραμείνουμε αγνοί δημιουργοί και άνθρωποι.